- ψιψιρίζω
- Νεξετάζω κάτι με υπερβολική προσοχή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ήχο ψι-ψι (ονοματοποιία), κατά το μουρμουρίζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψιψιρίζω — ισα, εξετάζω κάτι με υπερβολική προσοχή, λεπτολογώ, ψιλοκοσκινίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψιψίρισμα — το, Ν [ψιψιρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ψιψιρίζω … Dictionary of Greek
ψιψίρης — ο, Ν μτφ. λεπτολόγος, σχολαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. από ψιψιρίζω] … Dictionary of Greek
ψιψιριάρης — ο, Ν ψιψίρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιψιρίζω + κατάλ. ιάρης (πρβλ. σπυρ ιάρης)] … Dictionary of Greek